παραλέγομαι

παραλέγομαι
παρα - λέγομαι, aor. παρελέξατο, subj. παραλέξομαι: lie down to sleep beside, lie with.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλέγω — ΝΜΑ, παραλέω Ν νεοελλ. 1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς) 2. λέω πολλά, φλυαρώ αρχ. (το ενεργ. και το παθ.) 1. αποσπώ τις περιττές τρίχες …   Dictionary of Greek

  • παραναλέγομαι — Μ παραπλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀναλέγομαι (αντί παραλέγομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”